- στερκτικός
- -ή, -όν, Α [στερκτός]1. αυτός που είναι γεμάτος στοργή και τρυφερότητα, φιλόστοργος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στερκτικόνη στοργή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερκτικός — disposed to love masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερκτικόν — στερκτικός disposed to love masc acc sg στερκτικός disposed to love neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερκτικούς — στερκτικός disposed to love masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερκτικῆς — στερκτικός disposed to love fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερκτικῇ — στερκτικός disposed to love fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερκτική — στερκτικός disposed to love fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερκτικῶς — στερκτικός disposed to love adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)